ἀνωφερές

ἀνωφερές
ἀνωφερής
borne upwards
masc/fem voc sg
ἀνωφερής
borne upwards
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανόπαια — Το μονοπάτι του όρους Οίτη απ’ όπου ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες για να προσβάλουν από τα νώτα τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Από το ίδιο μονοπάτι εισέβαλαν οι Γαλάτες με τον Βρέννο το 278 π.Χ. * * * ἀνόπαια επίρρ. (Α) προς τα επάνω, προς τον… …   Dictionary of Greek

  • σκαιούριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρος χαλεπὸν καὶ ἀνωφερές». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + ὄρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”